- κατασκελής
- κατασκελήςmeagremasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκελής — κατασκελής, ές (Α) 1. (για ύφος) ισχνός, αδύνατος («κατασκελὴς φράσις», Διον. Αλ.) 2. δύσκολος («κατασκελὴς μέθοδος», Πτολ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκελές η ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκελής (< σκέλλομαι «ξηραίνομαι»). Η αναγωγή… … Dictionary of Greek
κατασκελέστερον — κατασκελής meagre adverbial comp κατασκελής meagre masc acc comp sg κατασκελής meagre neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκελές — κατασκελής meagre masc/fem voc sg κατασκελής meagre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκελεστέρου — κατασκελής meagre masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκελεστέρας — κατασκελεστέρᾱς , κατασκελής meagre fem acc comp pl κατασκελεστέρᾱς , κατασκελής meagre fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκελεστέραν — κατασκελεστέρᾱν , κατασκελής meagre fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)